σχισμάδα

σχισμάδα
και σκισμάδα, η, Ν
σχισμή, ρωγμή, σχίσιμο («κυκλάμινο, κυκλάμινο στού βράχου τη σχισμάδα», Ρίτσος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίσμα + κατάλ -άδα (πρβλ. ζαλ-άδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχισμάδα — σχισμάδα, η και σκισμάδα, η σχισμή: Έβλεπε από μια σχισμάδα της πόρτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διπλόη — η (AM διπλόη) [διπλούς] 1. πτυχή, κοίλωμα 2. το μέρος τής ραφής τών οστών τού κρανίου, η εντομή τού κρανίου αρχ. μσν. υποκρισία, ανειλικρίνεια αρχ. 1. (για μέταλλα) πτυχή, σχισμάδα, σύνδεσμος (π.χ. δύο σιδερένιων πλακών) 2. (για χρησμό) ασάφεια,… …   Dictionary of Greek

  • καιάδας — Βάραθρο που βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σπάρτη. Σε αυτό έριχναν τα πτώματα των καταδικασμένων σε θάνατο κακούργων και τους αιχμαλώτους πολέμου. Ορισμένοι τον ταυτίζουν με τους Αποθέτας, όπου οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ανάπηρα ή καχεκτικά βρέφη. Η… …   Dictionary of Greek

  • πήλυξ — ἡ, Α ρωγμή, σχισμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σπῆλυγξ (βλ. λ. σπήλαιο)] …   Dictionary of Greek

  • ραγή — η / ῥαγή, ΝΑ ρήγμα, σχισμάδα νεοελλ. ιατρ. ασήμαντη ρωγμή οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ τού ῥήγνυμι* + κατάλ. ή (πρβλ. πληγ ή)] …   Dictionary of Greek

  • σκασιματιά — η, Ν 1. άνοιγμα σε μήκος τής επιφάνειας στερεού σώματος, σκάσιμο, ράγισμα 2. σχισμάδα, χαραμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάσιμο, ατος + κατάλ. ιά (πρβλ. λαβωματ ιά, σταλαγματ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • σκισμάδα — η, Ν βλ. σχισμάδα …   Dictionary of Greek

  • σχισματιά — και σκισματιά, η, Ν [σχίσμα, ατος] σχισμάδα …   Dictionary of Greek

  • σκισμάδα — η βλ. σχισμάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”